Στις 11/11/2011 η ομάδα κίνηση Μαβίλη, εγκαινιάζει ένα φιλόδοξο πρότζεκτ: παράνομα ανοίγει το για χρόνια κλειστό εμβληματικό θέατρο Εμπρός και το επαναενεργοποιεί με ένα 12ήμερο φεστιβάλ. Το φεστιβάλ περιλάμβανε: εικαστικά πρότζεκτ, θεωρητικές συζητήσεις, θεατρικές περφόρμανς, εργαστήρια καλλιτεχνικών πρακτικών, χορό, μουσική, σινεμά.
Στις 20/11/11 στα πλαίσια αυτού του φεστιβάλ της κίνησης Μαβίλη στο θέατρο Εμπρός πραγματοποίησα την περφόρμανς: “Λαχειοφόρος αγορά για την σωτηρία της πατρίδας”. Η Ελληνική κρίση που ξέσπασε στα μέσα του 2010, τον Νοέμβριο του 2011 ήταν πλέον γεγονός και ήταν πλήρως κατανοητό ότι ήρθε για να μείνει και ότι το μέλλον μπροστά δεν ήταν ρόδινο. Το εγχείρημα του Εμπρός και της κίνησης Μαβίλη ακριβώς αυτή την περίοδο υπήρξε σημαντικό για ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών. Οι κρατικοί θεσμοί που έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν φειδωλοί στην χρηματοδότηση και στήριξη των νέων δημιουργών και του πειραματισμού τους, εν μέσω της κρίσης περιορίζουν ακόμα περισσότερο τις πενιχρές χρηματοδοτήσεις και άλλα προγράμματα παροχών. Το νέο ρεύμα στον πολιτισμό απαιτεί έργα που θα ανταποδίδουν με το παραπάνω την οικονομική επένδυση των παραγωγών, ως εκ τούτου ο πειραματισμός αποκλείεται από τον ορίζοντα. Η κατάληψη του Εμπρός αποτέλεσε ίσως το πρώτο και μεγαλύτερο εγχείρημα αυτοοργάνωσης στην Ελληνική καλλιτεχνική σκηνή.
Η “Λαχειοφόρος Αγορά για την Σωτηρία της Πατρίδας” είναι μια επιτελεστική φάρσα. Μια γυναίκα κλασσικά ντυμένη κάθεται στο φουαγιέ του θεάτρου, κρατάει στα χέρια της τυπωμένους λαχνούς. Στην μια πλευρά του λαχνού δίπλα σε μια ασπρόμαυρη γκραβούρα κυρίας άλλης εποχής με γούνα και με διακριτικό φόντο την Ελληνική σημαία αναγράφεται: “Λαχειοφόρος Αγορά για την Σωτηρία της Πατρίδας” και από κάτω ο αύξοντας αριθμός του λαχνού. Στην πίσω πλευρά στο ίδιο φόντο της Ελληνικής σημαίας είναι γραμμένο το σύντομο κείμενο:” Ήτανε μια φορά μια γυναίκα που ήταν πολύ φτωχή και είχε τρία παιδιά. Για να κερδίσει χρήματα πούλαγε λαχνούς και κλήρωνε μια γούνα. Πολλά χρόνια, την ίδια γούνα…”
Η γυναίκα κραδαίνει τους λαχνούς και ζητάει από τους εισερχόμενους στο θέατρο να αγοράσουν μόλις με 20 λεπτά του ευρό λαχνό τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν για την σωτηρία της πατρίδας, επιπλέον θα συμμετέχουν στην κλήρωση μιας πολυτελούς γούνας. Η γούνα κρέμεται πίσω από την γυναίκα που πουλάει τους λαχνούς μέσα σε νάιλον σακούλα δίπλα σε μια χάρτινη Ελληνική σημαία.
Οι αντιδράσεις του κοινού είναι ποικίλες, άλλοι ενθουσιάζονται με την ιδέα να συμμετέχουν σε μια κλήρωση για ένα τόσο ακριβό έπαθλο με ένα τόσο χαμηλό αντίτιμο, πολλοί ενοχλούνται με το εθνικιστικό και λαϊκιστικό χαρακτήρα της δράσης. Στο τέλος της ημέρας ο απολογισμός καταγράφεται αναλυτικά, αφαιρούνται τα έξοδα παραγωγής (τύπωμα λαχνών) και τα υπόλοιπα χρήματα δωρίζονται στο ταμείο του φεστιβάλ. Καμιά κλήρωση δεν πραγματοποιείται κανείς δεν κερδίζει την γούνα. Το γιατί το μάντεψε μια κυρία συμπτωματικά Γερμανίδα από το Ινστιτούτο Γκέτε που επισκέφτηκε το χώρο για να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις. “Μα ο λαχνός είναι πολύ φθηνός για να ανταπεξέλθεις στην αξία μιας γούνας και να κάνεις και δωρεά στο κράτος θα πρέπει να τυπώσεις χιλιάδες τους οποίους και δεν προλαβαίνεις να πουλήσεις σε μια μέρα.”
Η ιδέα για την κλήρωση της γούνας είναι αναφορά σε μια αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που στα δύσκολα χρόνια του 50 σκαρφιζόταν διάφορους τρόπους για να εξοικονομήσει χρήματα για να επιβιώσει εκείνη και η οικογένεια της. Ανάμεσα στις μικρο-απατεωνιές της ήταν και η κλήρωση της γούνας. Αυτή η πράξη που μπορεί να φαντάζει από ανόητη έως παραβατική είναι μια στρατηγική επιβίωσης. Άλλωστε αυτή η στρατηγική που μπορεί να είναι κατακριτέα σε μια μικρή κλίμακα δεν διαφέρει και πολύ από την λειτουργία των απατηλών αξιών της χρηματιστηριακής αγοράς.
Η γούνα είναι ένα αντικείμενο αρχετυπικό της δεκαετίας του 80 μιας εποχής που η Ελληνική κοινωνία εισέρχεται σε μια περίοδο εκδημοκρατισμού και σχετικής ευμάρειας. Η γούνα και ο χρυσός που ως τότε ήταν σύμβολα όχι μόνο οικονομικής άνεσης αλλά και κοινωνικού στάτους γίνονται ευρέως διαθέσιμα καταναλωτικά αγαθά με όλες τις κιτς συνδηλώσεις τους.
Maria Sarri 2011